ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

Λαός που τη παράδοση,
χάνει και δεν θυμάται,
στο λήθαργο του μαρασμού
παντοτινά κοιμάται….
Η νεοκρητική διάλεκτος χρονολογικά ξεκινά κάπου στις αρχές του 14ου αιώνα. Ο χαρακτήρας της είναι μάλλον συντηρητικός με την έννοια ότι διατηρεί πολλά κλασσικά και βυζαντινά στοιχεία. Γι’ αυτό το λόγο η έρευνα και η γνώση της κρητικής διαλέκτου δίνει το κλειδί για τη λύση πολλών ετυμολογικών και άλλων γλωσσικών προβλημάτων της νεοελληνικής γλώσσας.
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Τα κυριότερα συντακτικά χαρακτηριστικά της κρητικής διαλέκτου είναι:
1- “Παχιά” προφορά των ουρανικών γραμμάτων κ, γ, χ, όταν είναι προ των φωνηέντων ε και ι.
2- Σχηματισμός του μέλλοντος χρόνου με το βοηθητικό ρήμα “θέλω” π.χ. να πάω θέλω(θα πάω), να το πιεις θές(θα το πιεις), να το πει θέλει(θα το πει).
3- Τα ρήματα που στον αόριστο χρόνο αρχίζουν από ε, αυτό μετατρέπεται σε η, π.χ. ήλεγα, ήτρωγα, ήδωκα, (αντί έλεγα, …).
4- Η απαλοιφή από την τελευταία συλλαβή του ι, όταν η λέξη τονίζεται στη λήγουσα και προ αυτού υπάρχει ένα από τα γράμματα ρ, ξ, σ, ζ.ψ, π.χ. μαχαιρά (μαχαιριά), οξά (οξιά), νησά (νησιά), αψά (αψιά).
5- Στις λέξεις που λήγουν σε -ριο ή -ρια, προστίθεται το γ μεταξύ του ρ και του ι, π.χ. χωργιό, ποτήργια.
6- Αν η λέξη αρχίζει από φωνήεν, μεταξύ του άρθρου που προηγείται και της λέξης προστίθεται το γι, π.χ. η γιεδική μου, ο γιαδελφός του.
7- Η κατάληξη -ευω των ρημάτων μετατρέπεται σε -εβγω, π.χ. πιστέβγω, γυρεύβγω.
8- Όταν η λέξη “σύνορο” μπει μπροστά από επίθετο, έχει την ένοια του πρόσφατα, π.χ. συνορογεννημένος (νεογέννητος), συνοροβλοημένος (νιόπαντρος).
9- Η πρόθεση -σο ή -εσο μπροστά από ρήμα σημαίνει “εντελώς, τελείως”, π.χ. εσογέρασα (εγέρασα τελείως).
10-΄Οταν του “σας” ή του “αν” ακολουθεί ρήμα που αρχίζει από φωνήεν, προ του ρήματος προστίθεται το ε, π.χ. σας εδίνω (σας δίνω), αν επάω (αν πάω).
11- Όσων λέξεων η λήγουσα έχει πρώτο γράμμα το τ, στον πληθυντικό μετατρέπεται σε θ, π.χ. παλάθια(παλάτια), αλάθια (αλάτια).
12- Η λήγουσα των ρημάτων -σα ή -σω, μετατρέπεται σε –ξα ή -ξω, π.χ. περπάτηξα, να ρωτήξω.
13- Αν στη φράση υπάρχει ο επιθετικός προσδιορισμός το ή τα, αυτός τοποθετείται μετά το ρήμα, π.χ. ήθελες τα (τα ήθελες), χαρώ το(να το χαρώ).
14- Σε όλα τα ρήματα που έχουν τρεις συλλαβές και πάνω, προστίθεται ως κατάληξη του ρήματος το -νε. Εξαιρείται το πρώτο ενικό πρόσωπο, π.χ. ήμαστανε, τρώγομενε.
15- Όταν των άρθρων -τον, την, των-, ακολουθεί ουσιαστικό που αρχίζει από κ ή π, το ν του άρθρου χάνεται και στο ουσιαστικό ως πρώτο γράμμα προστίθεται το γ ή μ, αντίστοιχα, π.χ. τη μπέρδικα (την πέρδικα), το γκόσμο (τον κόσμο).
16- Το φωνήεν της λήγουσας όλων των ουσιαστικών μετατρέπεται σε ε, εκτός του αρσενικού γένους που μετατρέπεται σε –ες. (Αυτό γίνεται μόνο στη δυτική Κρήτη), π.χ. μηλέ (μηλιά), πλατέ (πλάτη), βαθέ (βάθος), πλατανές (πλάτανος).
Ακολουθούν, δειγματικά και μόνο, κάποιες λέξεις που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ζωή της Κρήτης. Η αναφορά αυτή δεν αξιώνει κάτι ιδιαίτερο παρά μόνο, να ξυπνήσει μνήμες στους παλαιότερους και να ωθήσει τους νεότερους να ασχοληθούν, να ανακαλύψουν και να γνωρίσουν καλύτερα την κρητική διάλεκτο.
     Α
                   Δ
αγλακώ = τρέχω γρήγορα
δέτης = γκρεμός
άθος = στάχτη
διαρμίζομαι = συγυρίζω
αίγα = κατσίκα
δροσά = καθόλου
αλάργο = μακριά
Ε
άμα = αν, όταν
εγούγια = αλίμονο
αμπώθω = απωθώ, σπρώχνω
εδά = τώρα
ανελωμή = αναταραχή, ξεσηκωμός
εξά = εξουσία
ανέφαλο = σύννεφο
επαέ = εδώ
ανεχαράσσω = μυρηκάζω
ετσά = έτσι
ανιμένω = περιμένω
ετσά λοής = τέτοιος
αντέστε = ελάτε
έχνη, τα = τα ζώα
αντέτι, το = συνήθειο, έθιμο
Ζ
απίρι = θειάφι
ζάλο = βήμα
αποδιαφώτιστα = πριν φέξει, πολύ πρωί
ζεύκι = γιορτή, φαγοπότι
απόι, το = πρωινή ψύχρα, κρύο
ζουρίδα = αλεπού
αποκριγιώνω = τρώγω για τελευταία φορά
ζυγώνω = κυνηγώ
απόπαε = από ‘δω
Θ
αράσσω = ορμώ
θες = θέλεις
αργά-αργά = το απόγευμα
θέτω = πλαγιάζω
αρμηνεύγω = συμβουλεύω
θρουλώ = σπάζω σε μικρά κομμάτια
αρνεύγω = παρηγορώ κάποιον
θωρώ = βλέπω
ασούσουμος = αγνώριστος
Ι
ατζοπατώ = στέκομαι σταθερά
ίντα = τι
Β
ινάτι = πείσμα
βαταλαλώ = καταλαλώ φωναχτά
Κ
βαστώ = κρατώ
καματερή = εργάσιμη μέρα
βετσώνω = σκαρφαλώνω
καμνώ =   κλείνω τα μάτια
βιγλίζω = κοιτάζω, επιτηρώ
κανίσκι = δώρο
Γ
κατέχω = γνωρίζω καλά
γαβρώνω = παραλύω
κοπελιάρης = όμορφος νεαρός
γιάντα = γιατί
κουζουλός = τρελός , ανόητος
γιαγέρνω = επιστρέφω, γυρίζω
κουκοσάλιο = χιονοβροχή
γομάρι = φορτίο
κούτελο = μέτωπο
γροικώ = ακούω
κρούβγομαι = ασφυκτιώ, πνίγομαι
Λ
Ρ
λουπάσσω = κρύβομαι
ραέτι = φιλοξενία, περιποίηση
λυτός = ελεύθερος
ρέγομαι =   λαχταρώ, θαυμάζω
Μ
Σ
μαγάρι = μακάρι
σάζω = φτιάχνω, διορθώνω
μανίζω = θυμώνω
σάικα = μάλλον, ίσως
μαργώνω = κρυώνω
σάντολος = νονός
μερώνω = ημερεύω, ησυχάζω
σαφί = πάντα
μήλιγγας = κρόταφος
σιμώνω = πλησιάζω
μιαολιά = λίγο
σιργουλεύγω = παρηγορώ
μόχριασε = μισοσκοτείνιασε
σκιάς = τουλάχιστον
μπέτης = στήθος
σκλώπα = κουκουβάγια
μπλιο = πια
στιβάνια = ψηλά υποδήματα, μπότες
μπροσκάδα = ενέδρα
στρούσια = βάσανα
Ν
στούπα = οι νιφάδες του χιονιού
νεντρανιστός = αγέρωχος, ευθυτενής
συβάζω = πείθω
νταγιαντίζω = αντέχω
Τ
ντελόγο = αμέσως
ταγή = βρώμη
ντέρτι = ασθένεια, ψυχοσωματικό πάθος
ταραχίζω = νευριάζω
νομπέτι = σειρά
ταχινή = ξημέρωμα, πρωί
Ξ
ταχυτέρου = αύριο
ξανοίγω = κοιτάζω
τέλι = σύρμα
ξάσου = όπως θέλεις
τσιβός = σγουρός, μικρός
ξεμιστεύγω = σώζω
Φ
ξεσμιλιώνω = ξεσηκώνω
φαμέγιος = υπηρέτης
Ο
φιλιότσος = βαπτισιμιός
όι = όχι
φτενός = λεπτός
ορτάκης = σύντροφος
Χ
οψές = χθες
χαράκι = πέτρα, βράχος
Π
χαβάνι = γουδί
παντείχνω = συναντώ
χούι = συνήθεια
παντίδει = βολεύει
χοχλιός = σαλιγκάρι
παπούρι = λόφος
χύμα = κατήφορος
παρασέρνω = σκουπίζω
χώνω = κρύβω
ποθές = πουθενά
Ψ
ποστεμένο = ασθενικό, άρρωστο ζώο
ψακώνω = δηλητηριάζω
πραγός = πράος, ήρεμος
ψεσινός = χθεσινός
πράμα (επίρ)= τίποτα
ψιχάλι = μικρό κομάτι , ψίχουλο
πράμα (το) = κάτι
ψήφος = εκτίμηση, υπόληψη